Ο μοναχός Νικηφόρος ο Λεπρός (Αρχιδιακόνου Διονυσίου Γκόλια)
Στη σύγχρονη εποχή που ο άνθρωπος αναζητά πρότυπα για να κατευθύνει βάση αυτών και τη δική του ζωή, η Εκκλησία μας δεν παύει να προβάλλει αγίους ανθρώπους σε όλες τις εποχές, οι οποίοι βίωσαν το Ευαγγέλιο, αγωνίστηκαν να κατακτήσουν αρετές και απέδειξαν ότι η Αγιότητα είναι κατορθωτή και στην εποχή μας. Ένα λαμπρό πνευματικό αστέρι που έζησε τον περασμένο αιώνα είναι και ο μοναχός Νικηφόρος ο οποίος υπέμεινε με καρτερία την ασθένεια της λέπρας σ' όλη του τη ζωή.

Ο πατήρ Νικηφόρος (κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης) γεννήθηκε το 1890 στο χωριό Σηρικάρι στα Χανιά της Κρήτης. Από την παιδική ηλικία γνώρισε την ορφάνια από μάνα και πατέρα. Την ανατροφή του ανέλαβε ο παππούς του Ιωάννης.

Ο μικρός Νικόλαος, αφού έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, σε ηλικία δεκατριών ετών άφησε το χωριό του και πήγε στα Χανιά. Εκεί ο παππούς του τον πήγε σε ένα κουρείο όπου άρχισε να εργάζεται και να μαθαίνει την τέχνη.

Μετά από κάποιο διάστημα ανέμενε το Νικόλαο ένα δύσκολο και οδυνηρό άθλημα. Πάνω στο δέρμα του εμφανίστηκε μια μικρή κηλίδα με ένα λεπτό στεφάνι. Αυτή ήταν και η πρώτη ένδειξη της λέπρας.

Όσο κι αν θορυβήθηκε ο μικρός Νικόλαος προσπάθησε να μη γίνει αντιληπτή η ασθένειά του. Έτσι έκρυβε τα σημεία του σώματός του όπου είχαν εμφανιστεί τα σημάδια της νόσου. Εάν το μάθαιναν οι αρχές, τα επακόλουθα ήταν διωγμός, απομόνωση και εγκλεισμός στη Σπιναλόγγα .

Σε ηλικία δέκα έξι ετών, όταν τα σημάδια άρχισαν να γίνονται πιο εμφανή, έφυγε κρυφά με κάποιο καράβι στην Αίγυπτο. Εκεί κατευθύνθηκε στην Αλεξάνδρεια όπου βρήκε εργασία σε ένα κουρείο. Ήταν αρκετά κοινωνικός και κατάφερε να γίνει αγαπητός από όλους όσους τον γνώρισαν. Οι κληρικοί της Αλεξάνδρειας τον στήριξαν πολύ και τον βοήθησαν να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον. Μετά από επτά -οκτώ χρόνια τα σημάδια της λέπρας έγιναν ακόμη πιο εμφανή και τότε εμπιστεύθηκε το πρόβλημα του σε έναν Επίσκοπο του Πατριαρχείου, Χιακής καταγωγής. Ο Επίσκοπος τον περιέβαλε με πολύ αγάπη και απευθύνθηκε στον π. Άνθιμο, τον μετέπειτα Άγιο Άνθιμο, ο οποίος ήταν ιερέας στο λεπροκομείο της Χίου. Κατόπιν συνεννοήσεως ο Νικόλαος πήγε στη Χίο και εγκαταστάθηκε στο εκεί λεπροκομείο.

Ο π. Άνθιμος, πνευματικός του Νικολάου, τον συμβούλευε και καθοδηγούσε στην πνευματική ζωή. Ο Νικόλαος προόδευε στην πνευματική ζωή και ο γέροντάς του δύο χρόνια αργότερα, αφού τον έκρινε ώριμο για το Αγγελικό Σχήμα, τον έκειρε μοναχό δίδοντάς του το όνομα Νικηφόρος.

Ο π. Νικηφόρος πλέον έβαλε σε δεύτερη θέση την ασθένειά του και στόχο έβαλε την πρόοδό του στην πνευματική ζωή. Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή ήταν το καθημερινό του πρόγραμμα. Παρόλο που ζούσε μέσα σε νοσοκομείο και έπαιρνε πάρα πολλά φάρμακα, η διατροφή του ήταν αυστηρά μοναχική.

Στα σπιτάκια του νοσοκομείου διαβίωναν δύο-τρία άτομα μαζί. Ο π. Νικηφόρος , ως μοναχός, έμενε μόνος του και προσευχόταν πολλές ώρες κάθε νύχτα κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες, πριν τα χέρια και τα πόδια του παραμορφωθούν από τη νόσο. Τα βράδια χτυπούσε την καμπάνα του παρεκκλησίου του νοσοκομείου, επ' ονόματι του Αγίου Λαζάρου, και μαζί με άλλους ασθενείς έλεγαν το απόδειπνο και τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Τα πρωινά έψαλε τον Όρθρο και τις Κυριακές ήταν ο ψάλτης του Ναού.

Με την πάροδο του χρόνου ο π. Νικηφόρος έχασε το φως των σωματικών οφθαλμών του. Τα πνευματικά μάτια του όμως τα διατηρούσε ορθάνοιχτα. Και αυτά τα μάτια είναι που χρειάζονται περισσότερα. Τα μάτια τα αγγελικά, τα μάτια που βλέπουν το θεϊκό φως .

Στη Χίο έζησε ο π. Νικηφόρος μέχρι τα εξήντα - επτά του περίπου χρόνια όταν έκλεισε το λωβοκομείο (1957). Όλοι οι ασθενείς μεταφέρθηκαν στον αντιλεπρικό σταθμό Αγίας Βαρβάρας των Αθηνών. Εκεί ο π. Νικηφόρος βρήκε την αγάπη και τη φροντίδα από τον π. Ευμένιο, ο οποίος τον σεβόταν πολύ. Σε αντίθεση με άλλους ασθενείς δεν είχε καθόλου απαιτήσεις. Ηταν πράος και ταπεινός .

Ο π. Νικηφόρος καλλιεργούσε την αδιάλειπτη νοερά προσευχή. Οι ασθενείς του ιδρύματος ήταν χαρούμενοι που είχαν κοντά τους ένα τέτοιο θησαυρό. Τακτικά περνούσαν από το κελλάκι του και ο π. Νικηφόρος τους γέμιζε με αισιοδοξία δείχνοντας τους αγάπη και στοργή. Εκτός όμως από τους συνασθενείς του, πλήθος κόσμου συνέρεε να πάρουν την ευχή του, ανάμεσα στους οποίους αρκετοί Επίσκοποι, πρεσβύτεροι και μοναχοί.

Ας αναφέρουμε ότι είχε και έντονη πάλη με τους δαίμονες. Δεχόταν πολλές επιθέσεις και ορισμένες φορές οι συμπλοκές έφθαναν και σε σωματική πάλη. Λέγεται μάλιστα ότι είχε αποκτήσει με τη χάρη του Θεού και το προορατικό χάρισμα.

Στις 4 Ιανουαρίου του 1964 και σε ηλικία 74 ετών ο π. Νικηφόρος δέχθηκε το κάλεσμα του Ουράνιου Πατέρα για την Άνω Ιερουσαλήμ.

Μετά την εκταφή, τα ιερά λείψανά του ευωδίασαν . Μάλιστα αναφέρονται και αρκετά θαύματα.
Θα κλείσουμε την αναφορά μας στον οσιότατο μοναχό π. Νικηφόρο με λόγια που απηύθυνε σε ένα νεαρό επισκέπτη του: "Είσαι νέος... πρόσεχε στη ζωή σου, παραπάνω από όλες τις απολαύσεις είναι η γαλήνη της ψυχής σου.

Εγώ δεν έχω τους πειρασμούς τους δικούς σου, αλλά έχω πολλά χρόνια τώρα τους πειρασμούς της ασθενείας. Δόξα σοι ο Θεός, Εκείνος γνωρίζει γιατί επιτρέπει τους πειρασμούς".

Ας έχουμε την ευχή του.

Πηγή: Σίμωνος Μοναχού, Νικηφόρος ο λεπρός, της καρτερίας αθλητής λαμπρός, εκδ. "Ο Άγιος Στέφανος".


Τελευταία Νέα
27/11/2022
Πρόγραμμα "ΘΕΟΠΡΟΜΗΤΟΡΙΚΩΝ 2022"
7/10/2022
Σας προσκαλούμε στο φιλανθρωπικό μας γεύμα!
copyright © Ιερός Ναός Αγίας Άννης Κατερίνη. *designed & powered by: Designed By Jellyfish Artworks