Μπαμπά μην υπογράφεις!
|
|
- Σε παρακαλώ, μπαμπά μου. Σε ικετεύω! Μην υπογράφεις αυτά τα χαρτιά!
Οι ικεσίες μου, βέβαια, βάραιναν το φορτίο του πατέρα μου, αλλά με σταθερότητα συνέχιζε να βάζει καθαρά το όνομά του στα οριστικά χαρτιά.
Έτσι καταστράφηκε ο κόσμος μου και ένα μέρος του εαυτού μου. Γιατί εκείνη την ημέρα κάτι πέθανε στην καρδιά ενός παιδιού. Από εκείνη την ημέρα, οι γονείς του χώρισαν.
Αυτό είναι απαίσιο. Τι σημαίνει για τους μεγάλους δεν ξέρω. Για μένα όμως, σήμαινε μια τραγική ιστορία, που δεν θα μπορούσα να διηγηθώ…
Από τότε δεν θα ’χα σπίτι! Για μας τα παιδιά, το σπίτι μας με τον μπαμπά και την μαμά είναι ο κόσμος μας. Κι αυτός ο κόσμος ξαφνικά γκρεμίστηκε, σαν να ’πεσε κεραυνός.
Μου είπαν να διαλέξω ή τον μπαμπά μου ή την μαμά μου. Δεν θα μπορούσα πια να έχω και τους δύο, αν και τους αγαπούσα το ίδιο! Ο καθένας τους μου ήταν απαραίτητος!…Πώς να αρνηθώ τον ένα και να πω ότι προτιμώ τον άλλο;
Θυμάμαι με πόση στοργή και αφοσίωση με περιποιόταν η μητέρα μου. Στις στεναχώριες μου με παρηγορούσε. Με καθησύχαζε. Μου εξηγούσε το κάθε τι. Έδιωχνε τους φόβους μου. Της είχα τόση εμπιστοσύνη.
Μα δεν μπορούσα να αμφιβάλλω και για την αγάπη του πατέρα μου. Τα αδέλφια μου συχνά με έστελναν – όταν ήθελε κάποια χάρη- να συνηγορήσω γι΄ αυτούς. Ήξεραν ότι τίποτα δεν θα μου αρνιόταν.. Συνεννοούμασταν τόσο καλά!
Πώς μπορούσα, λοιπόν, να πάρω μια απόφαση που θα με χώριζε από τον ένα ή τον άλλο;
Πέρασαν πολλά χρόνια. Αλλά ακόμα τρέμω, όταν θυμάμαι την μέρα που έφυγα από το σπίτι μας μαζί με την μητέρα μου. Ο πατέρας έκλαιγε σαν παιδί. Στεκόταν όρθιος. Ακίνητος… άραγε τι να σκεπτόταν!… Ό, τι είχε φτιάξει, … γκρεμιζόταν!
Εγώ σκεφτόμουν, ότι σίγουρα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένοι. Αν θυσίαζαν λιγάκι τον εγωισμό τους. Πάντοτε μάλωναν. Πείσμωναν. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήθελε να υποχωρήσει. Και οι γνωστοί τους, τους «συμβούλευαν»: «Αν δεν ταιριάζετε, χωρίστε!». Έτσι απλά! Προτιμούσαν να συντρίψουν τις αθώες καρδιές των παιδιών τους, για μικροπράγματα!
Η μαμά και ο μπαμπάς έπρεπε να είναι «ελεύθεροι». Αλίμονο όμως! Τα παιδιά δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα! Έπρεπε να υποδουλωθούν στην απελπισία και στα δεσμά ενός μεγάλου «γιατί»…
Τώρα πια οι καυγάδες μπορεί να σταμάτησαν, αλλά τους διαδέχθηκαν τα ανώφελα δάκρυα των παιδιών.
Αλήθεια! Θα προτιμούσα να άκουγα τους καυγάδες τους, και να ΄χα την μάνα μου και τον πατέρα μου…
Περιοδικό «Ο κόσμος της Ελληνίδος»
|
|
|
|
|