Ο ασκητής και ο ληστής
Ήτον ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, όστις ασκήτευσεν εις τόπον έρημον χρονους εβδομήκοντα με νηστείαν και παρθενίαν και αγρυπνίαν. Εις τόσους δε χρόνους οπού εδούλευε τον Θεόν δεν αξιώθη να ιδή καμμίαν οπτασίαν και αποκάλυψιν εκ Θεού. Και ελογίασε και έβαλε τούτο εις τον νούν του λέγων: «Μήπως δια καμμίαν αφορμήν οπού δεν ηξεύρω εγώ δεν αρέσει του Θεού η άσκησίς μου, και η εργασία μου θέλει είναι απαράδεκτος. δια τούτο δεν δύναμαι να αποκαλυφθώ και να ιδώ κανένα μυστήριον».

Ταύτα διαλογιζόμενος ο γέρων άρχισε να δέεται και να παρακαλεί τον Θεόν περισσότερον, προσευχόμενος και λέγων: «Κύριε εάν άρα σε αρέσει η άσκησίς μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαί σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, ίνα χαρίσης και εις εμέ ένα σταλαγμόν από τα χαρίσματά σου, να πληροφορηθώ με μίαν φανέρωσιν ενός μυστηρίου ότι ήκουσας την δέησίν μου, δια να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητικήν μου ζωήν». Ταύτα του αγίου γέροντος δεομένου και παρακαλούντος, ήλθε προς αυτόν φωνή εκ Θεού λέγουσα: «Αν είναι και αγαπάς να ιδής την δόξαν μου, πήγαινε μέσα εις την βαθυτάτην έρημον και θέλεις αποκαλυφθή μυστήρια».

Ως ήκουσε ταύτην την φωνήν ο γέρων, εξέβη από το κελλίον του και, ωσάν εμάκρυνεν εκείθεν, τον απάντησεν ένας ληστής, ο οποίος, καθώς είδε τον αββάν, ώρμησε με βίαν προς αυτόν θέλοντας να τον φονεύση. Και ωσάν τον επίασεν, είπεν προς αυτόν: «Εις καλήν ώραν σε απάντησα, Γέροντα, να τελειώσω την εργασίαν μου να σωθώ. Διότι ημείς οι λησταί έχομεν τοιαύτην συνήθειαν και τοιούτον νόμον και πίστιν, ότι όποιος ημπορέσει να κάμει εκατόν φόνους, κατά πάσαν ανάγκην υπάγει εις τον παράδεισον. Λοιπόν εγώ, πολλά κοπιάσας έως τώρα, έκαμα φόνους εννενήκοντα εννέα και λείπωντάς με ένας είχα πολλήν φροντίδα και μέριμναν να τελειώσω την εκατοντάδα μου να σωθώ. Λοιπόν έχω σε μεγάλην χάριν και σε ευχαριστώ, ότι σήμερον δια εσένα απολαμβάνω τον παράδεισον».

Ταύτα λέγοντος του ληστού, ως τα ήκουσεν ο γέρων, εξεπλάγη και ετρόμαξεν εις τον εξαφνικόν και ανέλπιστον πειρασμόν. Και ατενίσας τα όμματα του νοός του προς τον Θεόν τοιαύτα διαλογιζόμενος έλεγεν: «Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, όπου έταξες να δείξεις εις εμέ τον δούλον σου; Τοιαύτην βουλήν με έδωκες τον αμαρτωλόν, να εξέβω από το κελλίον μου να με πληροφορήσης τοιούτον φοβερόν μυστήριον; Με τοιαύτας δωρεάς κάμνεις την αμοιβήν δια τους κόπους της ασκήσεως οπού έσυρα δια λόγου σου; Τώρα εγνώρισα αληθώς, Κύριε, ότι όλος μου ο κόπος της ασκήσεως ήτον μάταιος. και πάσα προσευχή μου ελογίσθη έμπροσθέν σου ως σίγχαμα και βδέλυγμα. Όμως ευχαριστώ την φιλανθρωπίαν σου, Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την αναξιότητά μου, καθώς με πρέπει, δια τας αμέτρους αμαρτίας μου και με παρέδωκας εις χείρας ληστού και φονέως».

Τοιαύτα λέγων ο γέρων και λυπούμενος εδίψησε πολλά και είπε προς τον ληστήν: «Επειδή, ώ τέκνον, με το να είμαι αμαρτωλός, με επαρέδωκεν ο Θεός εις τας χείρας σου να με θανατώσεις και γίνεται η επιθυμία σου, καθώς ηγάπησας, και στερεύομαι την ζωήν, ωσάν κακός άνθρωπος οπού είμαι, δια τούτο παρακαλώ σε κάμε μου μίαν χάριν και ένα θέλημα παραμικρόν και δός μοι ολίγον νερόν να πίω, είτα αποκεφάλισόν με». Και ως ήκουσεν ο ληστής τον λόγον του γέροντος, θέλοντας μετά προθυμίας να πληρώσει το ζήτημά του, έβαλεν εις την θήκην την σπάθην, οπού εκράτει ξεγυμνωμένην, και έβγαλεν από τον κόλπον του ένα αγγείον και επήγε εις το ποτάμι οπού ήτον εκεί σιμά και έσκυψε να το γεμώση, δια να φέρη του γέροντος να πίη. Και εκεί οπού ήθελε να γεμίσει το αγγείον, εξεψύχησε και απέθανεν. Λοιπόν, ως επέρασεν ολίγη ώρα και δεν ήλθεν ο ληστής, διελογίζετο ο γέρων και έλεγε: «Μήπως και ήτον νυστασμένος και έπεσε και απεκοιμήθη και δια τούτο αργεί και έχω άδειαν να φύγω και να υπάγω εις το κελλίον μου. Αμή επειδή και είμαι γέρων, φοβούμαι, διότι δεν έχω δύναμιν να δράμω και ως αδύνατος θέλω κουρασθή, να με φθάση. Και αφού τον θυμώσω με τούτον τρόπον, θέλει με τυραννήση χωρίς λύπησιν κόπτοντάς με ζωντανός εις πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αμή ας υπάγω εις τον ποταμόν, να ιδώ τι κάμνει». Υπήγε λοιπόν ο γέρων μέσα εις τοιούτους διαλογισμούς και ευρήκεν αυτόν αποθαμένον και, ως τον είδεν εθαύμασε και εξεπλάγη. Και σηκώνοντας τα χέρια του εις τον ουρανόν έλεγε: «Κύριε φιλάνθρωπε, εάν ουκ αποκαλύψης μοι το μυστήριον τούτο, δεν βάνω τα χέρια μου κάτω. Λυπήσου λοιπόν τον κόπον μου και φανέρωσόν μου το πράγμα τούτο».

Ταύτα προσευχομένου του γέροντος, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυτόν: «Βλέπεις, αββά, τούτον οπού κείτεται έμπροσθέν σου αποθαμένος; Δια λόγου αναρπάσθηκεν αιφνιδίω θανάτω, δια να γλυτώσεις εσύ και να μη σε θανατώση. Λοιπόν θάψε τον ως ένα σεσωσμένον. Διότι η υπακοή οπού έκαμε προς εσένα και έκρυψε την φονεύτριαν σπάθην εις την θήκην της, δια να υπάγη να σε φέρη νερόν, να καταπαύση την φλόγα της δίψης σου, με αυτό το έργον καταπράυνε την οργήν του Θεού και τον εδέχθη ως εργάτην της υπακοής. Και η ομολογία των εννενήκοντα εννέα φόνων εις εξομολόγησιν ελογίσθη. Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τους σωσμένους. Και γνώρισε δια τούτου το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαγχνίας του Θεού. Και πήγαινε χαίροντας εις το κελλίον σου και ας είσαι πρόθυμος εις τας προσευχάς σου και μη λυπήσαι και να λέγης, ότι πως είσαι αμαρτωλός και άμοιρος από αποκάλυψιν. Ιδού γαρ απεκάλυψέ σε ο Θεός ένα μυστήριον. Ήξευρε δε και τούτο, ότι όλοι οι κόποι της ασκήσεώς σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού. διότι δεν είναι κανένας κόπος οπού γίνεται δια τον Θεόν και να μην έλθη έμπροσθεν αυτού». Ταύτα ακούσας ο γέρων έθαψε τον νεκρόν.

(Από χειρόγραφον Γεροντικόν της Ιεράς Μονής Φιλοθέου)


Τελευταία Νέα
27/11/2022
Πρόγραμμα "ΘΕΟΠΡΟΜΗΤΟΡΙΚΩΝ 2022"
7/10/2022
Σας προσκαλούμε στο φιλανθρωπικό μας γεύμα!
copyright © Ιερός Ναός Αγίας Άννης Κατερίνη. *designed & powered by: Designed By Jellyfish Artworks